κατάκλητος

κατάκλητος
κατάκλητος, -ον (Α) [κατακαλῶ]
ο προσκεκλημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ЭККЛЕСИЯ —    • Έκκλησία,          народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… …   Реальный словарь классических древностей

  • Экклесия — Пникс  трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία)  в …   Википедия

  • κατακλησία — Η έκτακτη σύνοδος της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, η οποία συνερχόταν επειγόντως για την επίλυση σημαντικών θεμάτων. Σε αυτή έπαιρναν μέρος οι κάτοικοι των δήμων όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και της υπαίθρου, γι’ αυτό ονομαζόταν κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”